ακροστασία

ακροστασία
η стояние на цыпочках

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ακροστασία" в других словарях:

  • ακροστασία — η (Γυμναστ.) στάση, κατά την οποία το σώμα ανυψώνεται με αργό ρυθμό στηριζόμενο στα δάχτυλα τών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + στάσις < ίστημι «στέκομαι»] …   Dictionary of Greek

  • ακροστασία — η γυμναστική άσκηση κατά την οποία το σώμα υψώνεται σιγά, ενώ στηρίζεται στα δάχτυλα των ποδιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ημιόκλαση — η (γυμναστ.) κάμψη τών γονάτων από την ακροστασία, ώσπου να σχηματιστεί ορθή γωνία από τον μηρό και την κνήμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + όκλαση (< οκλάζω «κάθομαι στα γόνατα, κάμπτω τα γόνατα»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»